- Ἑλικώνια
- Ἑλικώνneut nom/voc/acc plἙλικώνιοςHeliconianneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἑλικωνία — Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικών fem nom/voc/acc dual Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικών fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικώνιος Heliconian fem nom/voc/acc dual Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικώνιος Heliconian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελικωνία — η βλ. ελικώνιος … Dictionary of Greek
ελικώνιος — α, ο (Α ἑλικώνιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στις Μούσες τού Ελικώνα νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ελικώνιος λεπιδόπτερο έντομο τής οικογένειας τών παπιλιονιδών 2. το θηλ. ως ουσ. η ελικωνία καλλωπιστικό φυτό τής τροπικής Αμερικής αρχ. 1. αυτός… … Dictionary of Greek